- ευτρέπιση
- η (Μ εὐτρέπισις) [ευτρεπίζω]διευθέτηση, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα, νοικοκύρεμαμσν.1. αρματωσιά2. στον πληθ. αἱ εὐτρεπίσειςτα έργα εξωραϊσμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐτρεπίσῃ — εὐτρεπίζω make ready aor subj mid 2nd sg εὐτρεπίζω make ready aor subj act 3rd sg εὐτρεπίζω make ready fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)